Οι σχέσεις του με την εκκλησία ήταν ανέκαθεν διαταραγμένες. Από μικρό παιδί. Μου είχε ‘πει την αιτία. Πίστευε, δεν πίστευε δηλαδή, επειδή αγαπούσε την ακριβολογία στην έκφραση - άλλο κόλλημα του αυτό - γνώριζε, αυτή ήταν η αγαπημένη του έκφραση, γνώριζε πως η εκκλησία ήταν η πιο μεγάλη τροχοπέδη της εξέλιξης της ανθρωπότητας. Της απέδιδε όλα τα δεινά του γένους των ανθρώπων καθώς και την κατηγορούσε πως... αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία, θα ξεφύγω. Έλεγα λοιπόν, πως όταν ήταν μικρός, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, η δασκάλα του, αφηγούνταν την παραβολή του Αβραάμ και του Ισαάκ. Ο παππούς κάθονταν στο πρώτο θρανία και η δασκάλα τον χρησιμοποίησε, με τον θεατρινίστικο τρόπο που δίδασκε την παραβολή, ως τον Ισαάκ, που ο Αβραάμ θα τού ‘κοβε το κεφάλι, για να αποδείξει την πίστη του στον Θεό. Ο παππούς μου κατατρόμαξε, σαν μικρό παιδί που ήταν. Έφερε στο μυαλό του τον πατέρα του ως Αβραάμ να του κόβει το κεφάλι και σκέφτηκε και κατέληξε σε δυό συμπεράσματα. Μολονότι ήταν έξη χρονών, είχε την ωριμότητα να αποφασίσει, πως τέτοιος Θεός, που ζήταγε τέτοια θυσία δεν του έκανε (και γι΄ αυτό θ΄ αναζήταγε άλλο Θεό, πιο σπλαχνικό) και δεύτερο, όποιος αποφάσιζε να διδάσκονται τα παιδιά τέτοια φρίκη, δεν θα έστεκε στα καλά του. Κι αυτός ήταν η θρησκεία.
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014
Ο παππούς μου ο Ωκεανός. I
Ο παππούς μου ήταν αναρχικός. Όχι με τη σημερινή έννοια που αντιλαμβανόμαστε. Δηλαδή να τρέχει στις διαδηλώσεις, να δέρνεται με τους μπάτσους, να γράφει συνθήματα με σπρέι στους τοίχους, να μην αναγνωρίζει την εξουσία των κυβερνήσεων κλπ. Ούτε σε μια διαδήλωση δεν είχε πατήσει το πόδι του! Δεν άφηνε γένια, δεν φόραγε σκουλαρίκι ούτε άφηνε μακριά μαλλιά. Μάλλον είχε μακριά μαλλιά, του άρεσε να έχει μακριά μαλλιά αλλά μη φανταστείς πως έκανε αλογουρά ή να φόραγε σκουλαρίκι...
Απλά δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί τον παραλογισμό οποιασδήποτε εξουσίας. Από την πολιτική εξουσία, τη στρατιωτική, τη θρησκευτική μέχρι την εξουσία που ασκεί το στενό περιβάλλον σ΄ ένα σπίτι. Η σύζυγος, η μάνα, τα αδέλφια. Και πρόσεξέ με: ο παππούς μου δεν ανέχονταν τον παραλογισμό της εξουσίας! Τον παραλογισμό! Η πρώτη του γυναίκα, η γιαγιά μου έλεγε: -- “θες να διατάξεις τον παππού σου; είναι ο πιο σύντομος τρόπος για να γίνεις εχθρός του! Όποιος κι αν είσαι. Θές να περάσει εύκολα αυτό που του διέταξες; ζήτησέ του το σαν χάρη. Το ίδιο πράγμα, όχι άλλο διαφορετικό. Θα γίνει χαλί να τον πατήσεις! Ανάποδος άνθρωπος!” Ποτέ της δεν τον κατάλαβε. Ζήσανε εικοσιπέντε χρόνια μαζί και δεν πήρε μυρουδιά ποιόν είχε δίπλα της.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014
la lune est en papier...
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014
A simple, true confession...
It was a sudden and pleasant dream. Happened out of nowhere, like the breeze that sweeps memories. Freshens them so vividly that fill the heart and the mind with unexpected joy and happiness. Out of nowhere...
After all these years still I become joyfully emotional of your presence, thought you are completely absent in any way. Life is so strange...
Realising that it was a dream, I didn't want to wakeup. I kept living my dream, enjoying your presence and affection, your enthusiastic hugs, your overwhelming love. Like in a fairy tale with a happy end...
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014
Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014
Που μου 'φυγες γιατί 'σουν ουρανός... (Για σένα, για σήμερα...)
...Αγάπη μου σε γύρευα
σ' αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.
Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να 'χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά,
στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ' αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.
Αγάπη μου πως σ' έχασα
πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ' αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή,
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς
το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου που μού 'φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.
σ' αυγή και σε φεγγάρι
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός,
μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη
αγάπη μου σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.
Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να 'χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά,
στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ' αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.
Αγάπη μου πως σ' έχασα
πως η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ' αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή,
ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς
το κύμα να σε πάρει
αγάπη μου που μού 'φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.
Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014
Χωρίς εσένα...
Οι σκέψεις γίνονται παιγνίδια. Σκορπίζουν παράξενα το παρόν, το αφήνουν στην άκρη του δρόμου, εκεί που τα απόνερα της βροχής θα ξεπλύνουν τον δρόμο, θα το παρασύρουν. Λες κι η πραγματικότητα υποχωρεί και το όνειρο κερδίζει τη χαρά μας. Ξυπνώ με έκπληξη επειδή συχνά μπερδεύω το όνειρο με την πραγματικότητα.
Δεν είσαι εδώ...
Γι' αυτό ζω μονάχα στο παρελθόν, χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον...
Πώς να κατέβει η μπουκιά το μεσημέρι
Μ’ ένα σερβίτσιο, ένα ποτήρι μοναχά
Και να κοιτώ με υποψία το μαχαίρι
Πόσο βαθιά μπορεί να κόψει κι αν πονά
Τα πιάτα άπλυτα, σεντόνια λερωμένα
Είναι το σπίτι τώρα πια χωρίς εσένα.
Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014
Η γκανίκα (ολόκληρη η ιστορία)
Η γκανίκα
Η ζωή της ήταν συνηθισμένη. Όπως η ζωή ενός εικοσάχρονου κοριτσιού στην Ελλάδα, την εποχή της Μεγάλης Κρίσης. Σπίτι, πανεπιστήμιο, παρέα με τις φίλες της για κουβεντούλα και καφεδάκι και πότε - πότε, αραιά κι όχι όπως παλιά, νυχτερινή έξοδο με αγόρια σε κάποιο μπαράκι ή σ’ ένα κλαμπ.
Κι αν η ζωή της ήταν συνηθισμένη, η θέση της στη ζωή ήταν ασυνήθιστη. Τουλάχιστον για την ίδια. Ζούσε με τους γονείς της σ’ ένα περιβάλλον, που η οικονομική κρίση δεν είχε επηρεάσει, όσο τους περισσότερους ανθρώπους. Κι αυτό επειδή και η μητέρα της και ο πατέρας της ήταν καταξιωμένοι γιατροί. Ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης και μεγαλομέτοχος μιας μεγάλης ιδιωτικής κλινικής και είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια και βουλευτής κυβερνητικού κόμματος. Ήταν πασίγνωστος και δημοφιλής. Απολάμβανε της εκτίμησης και του σεβασμού πολλών ανθρώπων και η γνώμη του εξακολουθούσε κι επηρέαζε μεγάλο μέρος της κοινωνίας κι ας είχε χάσει την βουλευτική του έδρα. Η μητέρα της ήταν γνωστή για την επιστημονική της κατάρτιση. Ήταν πανεπιστημιακός και διεύθυνε την παθολογική κλινική ενός μεγάλου κρατικού νοσοκομείου. Ταξίδευε πολύ συχνά στο εξωτερικό, σε συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα και λογαριάζονταν ως μια εκ των ισχυρότερων γυναικών στην χώρα.
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014
Η γκανίκα: η στεγνή ψυχή
Συνήλθε από τον πόνο του σπασμένου της χεριού, καθώς κάποιος προσπαθούσε να την τραβήξει έξω από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου. Πονώντας πολύ, δεν μπόρεσε να μιλήσει παρά να βογγήξει. Με το δεξί της χέρι έκαμε νόημα στον βοηθούντα να σταματήσει κι ύστερα ξεκούμπωσε το παλτό της, για να φανεί η εγκυμοσύνη της.
-- Η κοπέλα είναι έγκυος! φώναξε με ένταση ο τραυματιοφορέας στο συνάδελφό του, που περίμενε με το φορείο στο πλάι του.
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014
Η γκανίκα: Η φοβερή τροπή των πραγμάτων
Ο κόσμος μικραίνει κάθε φορά που η ανάγκη σε κλείνει στον εαυτό σου. Όταν το αδιέξοδο φράζει τη ψυχή. Όταν ο χρόνος γίνεται σκληρός και θρυμματίζει τις ελπίδες σου. Η Αντιγόνη επέστρεψε στην Αθήνα νιώθοντας πολύ μόνη, μολονότι ο Κωστής δεν έφυγε από κοντά της. Αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα μαίνονταν στη ψυχή της. Μύθοι και πραγματικότητα, προσδοκίες και διαψεύσεις, εντυπώσεις και βεβαιότητα χάσαν την σημασία τους, γίναν πολτός με αξεδιάλυτες τις έννοιές τους. Μέσα σε λίγες βδομάδες έφυγε από το σπίτι της, δηλαδή τον πολύ προσωπικό της χώρο, αφήνοντας πίσω της μια δύσκολη μητέρα, που η αγάπη της παρέμενε αναμφίβολη, μια γιαγιά που δεν έπαψε να θρηνεί την φυγή της κι ένα πατέρα που για πρώτη φορά επέδειξε ένα εχθρικό κι αλλόκοτο ρεαλισμό.
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014
Η γκανίκα: ο πόνος...
Ο Κωστής δεν άφησε την Αντιγόνη απ’ τα μάτια του. Την έβλεπε λυπημένη να προσπαθεί να παραμείνει ομιλητική, τόσο στον πατέρα της και στη γιαγιά της, όσο και στον Τζό και στις δυό νέες αδελφές της: τη Μίνα, μια δεκαεννιάχρονη ναζιάρα τσιγγάνα και την Έλσα, μια τριαντάχρονη βαρβάτη και γεροδεμένη έμπορο παπουτσιών. Εκτός του Τζό είχε κι άλλον αδελφό: τον Ρομάν, που βρίσκονταν στο Βουκουρέστι, όπου διοικούσε την “εταιρεία”, που είχε ιδρύσει ο Τζό, ο μεγαλύτερος όλων, και που παρακλάδια της βρίσκονταν όχι μόνο τη Ρουμανία αλλά στη Βουλγαρία και στη Μολδαβία. Υπήρχε και μια ακόμη αδελφή, δίδυμη του Τζο, που ζούσε παντρεμένη στη Λυών στη Γαλλία και μάλλον είχε ξεκόψει τις επαφές της με την υπόλοιπη οικογένεια.
Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014
Η γκανίκα: Η άρνηση της μάνας βασίλισσας
Ο βασιλιάς των τσιγγάνων, ο Τζό ο Ρουμάνος, ήταν φανερά εκνευρισμένος. Πηγαινοέρχονταν, σαν χαλασμένο εκκρεμές, στη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του θρόνου, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο και τα μάτια του αγριεμένα. Στον θρόνο του κάθονταν σιωπηλός και προβληματισμένος ο πατέρας του και παραδίπλα του στέκονταν σιωπηλοί οι δυο μπράβοι του βασιλιά, μ’ ένα θεατρινίστικο κι επιδεικτικό σεβασμό, που πιθανώς τους γλίτωνε από ενδεχόμενο (και συχνά μανιασμένο) ξέσπασμα του βασιλιά εναντίον τους, όταν δεν εύρισκε άλλον να εκτονωθεί.
-- Η μάνα μου τρελάθηκε! ξεφώνισε ξαφνικά, χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες του, συνεχίζοντας το πήγαινε - έλα. Ύστερα, με μια απότομη στροφή βιάστηκε να σταθεί μπροστά στον θρόνο που κάθονταν ο πατέρας του, λέγοντάς του:
-- Εγώ, που ήμουνα μικρός όταν μας πήραν την γκανίκα, μόλις την είδα τη θυμήθηκα! κι μάνα μου που τη βύζαξε και δεν την άφηνε απ’ την αγκαλιά της... κάνει που δεν τη θυμάται!
-- κι εγώ δυσκολεύτηκα γιέ μου, απάντησε ο πατέρας του βασιλιά: -- δεν βλέπεις που δεν μοιάζει καθόλου με τσιγγάνα;
-- Η γριά η γιαγιά είναι πιο ξύπνια! δε λαθεύει! μόλις τη μύρισε κατάλαβε ποια είναι! η μάνα μου δεν μπορεί; τι μάνα είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε ο βασιλιάς
-- ‘σύχασε. Σιγά - σιγά θα την θυμηθεί...
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014
Η γκανίκα: η λύτρωση...
Δεν είχαν προσχεδιάσει να συζητήσουν με τον βασιλιά το πραγματικό περιεχόμενο της επίσκεψής τους. Με πρόσχημα τις ευχαριστίες του Κωστή και της Αντιγόνης προς τον Τζό, για την βοήθειά του να εξοπλιστεί το σπίτι τους, αλλά και την πρέπουσα τιμή και τον οφειλόμενο σεβασμό στην βασιλική οικογένεια, λόγω της μακρινής συγγένειας του Κωστή, κλείστηκε το ραντεβού τους. Η Αντιγόνη και ο Κωστής, προ παντός ο Κωστής, δεν ήθελαν να αποκαλύψουνν ευθέως την ανάγκη της Αντιγόνης να βρει τις ρίζες της ούτε αυτό να συσχετιστεί με την βασιλική οικογένεια. Δεν ήταν στις προθέσεις τους να σκαλίσουν τις μνήμες της για τη στενάχωρη ιστορία της χαμένης κόρης τους ούτε να φανεί στο ελάχιστο πως θα μπορούσε ο Κωστής και η Αντιγόνη, να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από το βασιλικό περιβάλλον και τα προνόμιά του, συνδέοντας το πρόβλημά τους με την βασιλική οικογένεια.
Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014
Η γκανίκα: Στο σπίτι του Βασιλιά....
Ο πρώτος “καυγάς” της Αντιγόνης με τον Κωστή ήταν αδέξιος. Η Αντιγόνη δεν έστερξε να θυμώσει με τον Κωστή, όταν αναγκάστηκε να της ομολογήσει πως όλα τους το νοικοκυριό ήταν κλοπιμαία είδη που “αγόρασαν” χωρίς προκαταβολή και με πολλές δόσεις από τον Τζο, τον Βασιλιά των τσιγγάνων, που μπορεί να ζούσε στην Ελλάδα, ήταν όμως καταγωγής Ρουμάνικης. Τα τσιγγάνικα σόγια είναι μεγάλα κι από ένα παρακλάδι τους ο Κωστής με τον Τζό ήταν τριτοτέταρτα ξαδέλφια, εξ αγχιστείας. Γι’ αυτό δεν τους ζήτησε προκαταβολικά χρήματα. Ούτε ο Κωστής έστερξε να θυμώσει, όταν άκουσε την αποκάλυψη της Αντιγόνης πως ήταν υιοθετημένη και η καταγωγή της ήταν τσιγγάνικη. Άλλωστε, πριν προλάβει να συνέλθει από την μεγάλη του έκπληξη, η Αντιγόνη τον πληροφόρησε πως ο Τζό είχε χάσει τη μικρή του αδελφή και έβρισκε μεγάλη ομοιότητα της ίδιας με την “γκανίκα”. Λέξη που αναγνώρισε απο το συναισθηματικό φορτίο που της προκάλεσε η εκφώνησή της από τον Τζο. Η Αντιγόνη πίστευε, χωρίς να είναι βέβαιη, πως ίσως είναι η μικρή χαμένη αδελφή του Τζο.
Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014
Η γκανίκα: Η αναπάντεχη αποκάλυψη
Κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα η θετή μητέρα της Αντιγόνης την καλούσε στο τηλέφωνο. Και πότε με κλάματα, πότε με ηρεμία, πότε με θυμό και απειλές και πότε με ικεσία και ταπείνωση, καλούσε την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι τους. Τούτη η επικοινωνία ήταν ο μοναδικός δεσμός που απέμεινε στην Αντιγόνη, με την οικογένειά της. Ξεμάκρυνε, αποτραβήχτηκε και με βαριά καρδιά προσπαθούσε να αποφύγει τις αναμνήσεις της. Η κατάθλιψη που είχε περιπέσει ο πατέρας της, εξ αιτίας της (όπως διατείνονταν η μητέρα της) δεν έγινε πιστευτή. Ούτε τα μόνιμα κλάματα της γιαγιάς Αντιγόνης την έκαμψαν. Ούτε οι εκκλήσεις των φιλενάδων της, που εμφανώς εκπορεύτηκαν από την επιρροή της μητέρας της, άλλαξαν την απόφασή της.
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
Η γκανίκα: Το νέο σπίτι...
Στη ζωή των ανθρώπων είναι η ίδια η ζωή που κυβερνάει. Της Αντιγόνης η ζωή μέτρησε τη ζωή που κουβάλαγε στα σπλάχνα της και της έδωσε το κουράγιο ν’ αφήσει για πάντα το σπίτι της. Μαζί με τον Κωστή εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, που τους παραχωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη του μπαρ - σκηνής, όπου περιστασιακά έπαιζε τα τραγούδια του ο Κωστής. Το μικρό διαμέρισμα ήταν παλιό, ασυντήρητο και άβολο. Η υγρασία είχε ποτίσει τους τοίχους και η μυρωδιά του μουχλιασμένου ασβέστη ήταν διάχυτη. Μια μικρή στενή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο χώρο, έτριζε σημαίνοντας το επικίνδυνο της χρήσης της. Τα παλιά παράταιρα έπιπλα μαρτυρούσαν πως είχαν πεταχτεί εκεί, άχρηστα από ετερόκλητες κατοικίες. Μονάχα τα σκεπάσματα, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες δηλαδή, ήσαν φρεσκοαγορασμένα από την αδελφή του Κωστή. Η Αντιγόνη τρόμαξε. Κατάλαβε πολύ γρήγορα πως η διαβίωσή της εκεί, θα απέβαινε περισσότερο επικίνδυνη για την υγεία της και την υγεία του παιδιού που εγκυμονούσε, από το μένος του πατέρα της που επεδίωκε να “ξεριζώσει” από μέσα της το “μούλικο” του γύφτου...
Κυριακή 31 Αυγούστου 2014
Η γκανίκα: Το όνειρο της σιωπής...
Ξύπνησε απ’ το βαθύ της ύπνο και ζαλισμένη σήκωσε το κεφάλι της να δει που βρίσκονταν. Ήταν σ’ ένα άγνωστο μικρό δωμάτιο, ξαπλωμένη σ’ ένα καναπέ. Μπροστά της ένα στρογγυλό τραπέζι της εμπόδιζε να δει ποιοί ήταν στο δωμάτιο, που ήταν μικρό και θα ‘πρεπε να βραδιάζει, μιας και δεν είχε αρκετό φως. Ανασηκώθηκε ακόμη περισσότερο και είδε τον πατέρα της να κάθεται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Στ’ αριστερά του ήταν ο σωφέρ - μπράβος του και δεξιά ήταν ο Κωστής! Είχαν διακόψει την συνομιλία τους και της χαμογέλασαν σαν να την καλωσόριζαν. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και το μυαλό της θολό. Στράφηκε στον Κωστή, με την ελπίδα να βρει τρόπο να της εξηγήσει που βρίσκονταν και τι επρόκειτο να γίνει. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε με τρυφερότητα τον ώμο.
Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
Η γκανίκα: Σαν ξαφνικό μπουρίνι...
Η ασυνήθιστη συμπεριφορά του πατέρα της έμοιαζε σαν εκρηκτικό καλοκαιρινό μπουρίνι. Είχε προγραμματιστεί να δειπνήσουν όλοι μαζί, όλη η οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα της, η γιαγιά Αντιγόνη και η ίδια η Αντιγόνη. Το πρόσχημα ήταν να ξαναβρεθούν όλοι μαζί, επειδή οι ασχολίες των γονιών είχαν συντελέσει στην “αποδιοργάνωση” της οικογένειας. Το υπονοούμενο που δεν άφησαν να φανεί, ήταν προφανές: η εμπλοκή της μονάκριβής τους κόρης με τον τσιγγάνο τραγουδιστή και η εγκυμοσύνη της οφείλονταν στο γεγονός πως την είχαν παραμελήσει. Έτσι, έσπευσαν να οργανώσουν τον έλεγχό τους στην παραστρατημένη τους κόρη και να διορθώσουν την τροπή που πήρε η ζωή της. Για τους δυό γονείς ο έρωτας που κυρίεψε το παιδί τους, δεν είχε καμία σημασία. Η διχογνωμία τους, για τον τρόπο που έπρεπε να διαλέξουν για να αντιμετωπιστεί η οικογενειακή τους κρίση, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν το αυτονόητο: -” Έρως ανίκατε μάχαν”!
Κυριακή 27 Ιουλίου 2014
Η γκανίκα: Ο χρησμός της μητέρας - τσιγγάνας
Η πρώτη επαφή της Αντιγόνης με την οικογένεια των τσιγγάνων της ξεκαθάρισε πως οι παιδικοί της φόβοι, η επιρροή της γιαγιάς της εναντίον των τσιγγάνων και η προκατάληψή της για την ηθική τους ήταν τουλάχιστον υπερβολή. Οι άνθρωποι παντού είναι ίδιοι, η διαγωγή τους διαφέρει μόνο επειδή έχουν διαφορετική εκπαίδευση και διαφορετικές οικονομικές συνθήκες ζωής. Ο Κωστής, με τον μειλίχιο τρόπο του, επενέβαινε καίρια και της εξηγούσε κάθε ιδιαίτερη πτυχή της επαφής της μαζί τους. Μάντευε τις απορίες της και με δυο κουβέντες έλυνε τα ερωτηματικά της και καταργούσε τους δισταγμούς της.
-- μα πώς καταλαβαίνεις τι νιώθω εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή, που μου γεννιέται η αμφιβολία; συνήθιζε να τον ρωτά. Για να λάβει την απάντηση:
-- είμαι ένας απλός παρατηρητής του κόσμου και μη ξεχνάς πως κι εγώ τα πέρασα αυτά, επειδή με μεγάλωσε ουσιαστικά και κυριολεκτικά ένας Γερμανός, ο δάσκαλός μου, ο κύριος Μαν...
-- μα πώς καταλαβαίνεις τι νιώθω εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή, που μου γεννιέται η αμφιβολία; συνήθιζε να τον ρωτά. Για να λάβει την απάντηση:
-- είμαι ένας απλός παρατηρητής του κόσμου και μη ξεχνάς πως κι εγώ τα πέρασα αυτά, επειδή με μεγάλωσε ουσιαστικά και κυριολεκτικά ένας Γερμανός, ο δάσκαλός μου, ο κύριος Μαν...
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Η γκανίκα: η "άλλη" οικογένεια
Τον είδε καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στη σιδερένια αυλόπορτα. Ήταν μελαχρινός σαν τον πατέρα του και τα μάτια του ήταν αντίγραφα των ματιών που ερωτεύτηκε. Ο μικρός, μόλις κατάλαβε ποιοι ήταν οι επιβάτες, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ‘να παρτέρι με τριανταφυλλιές. Καθώς μπήκαν στην αυλή πρόβαλε στην εξώπορτα του σπιτιού η μητέρα του Κωστή, σκουπίζοντας με αμηχανία τα χέρια της στην πολύχρωμη ποδιά της. Δίπλα, απ’ τον ισόγειο χώρο του σπιτιού ξεπρόβαλε κι ο πατέρας του. Κοντοστάθηκε σαν τους είδε κι έβγαλε, σαν με σεβασμό, το ψάθινο καπέλο του, καλωσορίζοντάς τους. Στο πλάι της ακίνητης μητέρας του εμφανίστηκε κι η μεγάλη αδελφή του Κωστή, καλωσορίζοντας τους επίσης και ταυτόχρονα με τον αγκώνα της σκούντησε τη μάνα της για να τους καλωσορίσει κι εκείνη. Την γενική αμηχανία έσπασε ο μικρός, που όρμησε γεμάτος χαρά στον πατέρα του, αφήνοντας κατά μέρος τους δισταγμούς και την κρυψώνα του.
Κυριακή 13 Ιουλίου 2014
Η γκανίκα: Η αντίδραση της οικογένειας
Το παγωμένο πρόσωπο της μητέρας της έμοιαζε με σιδερένια μάσκα. Τα ωραία χαρακτηριστικά της είχαν αφύσικα αλλοιωθεί. Τα ζυγωματικά της, λες κι απομακρύνθηκαν το ένα απ’ το άλλο, τεντώθηκαν σε μια ακρότητα, που ταίριαζε στη θεατρική μάσκα του Κρέοντα, όταν αλύγιστος άφηνε άταφο το άψυχο σώμα του Πολυνείκη, για να το φάνε τα όρνεα. Τα χείλη της έσφιξαν, χάσανε το αίμα τους, έγιναν γκρίζα σαν λεπτή μονωτική ταινία, σφραγίζοντας το στόμα της. Τα ερευνητικά μάτια της ακινητοποιήθηκαν κι ο χρόνος έγινε πυκνός και βαρύς, πιέζοντας αλλόκοτα την ψυχή της.
Κυριακή 6 Ιουλίου 2014
Η γκανίκα: ο μικρός Ρομά
-- Θυμάσαι πως με πρωτοφίλησες; ρώτησε, αγκαλιάζοντας τους ώμους της, καθώς εκείνη ασχολιότανε με το κινητό της.
-- Πως να το ξεχάσω; απάντησε, κλείνοντας με ευχαρίστηση τα μάτια της, προσπαθώντας να σχηματίσει την εικόνα εκείνης της πρώτης φοράς.
-- θα μου ‘πεις; ή δεν θυμάσαι; την ξαναρώτησε τρυφερά.
-- στο ασανσέρ του νοσοκομείου, αφού σου έβαλαν το πόδι στον γύψο...
-- Λάθος! Της απάντησε θριαμβευτικά! Το ήξερα πως θα κάνεις λάθος!
-- τι λες! Θυμάμαι πολύ καλά! Σε φίλησα μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου, μέσα στο ασανσέρ, καθώς στηριζόσουνα πάνω μου...
-- αυτό καλά το θυμάσαι, αλλά πρέπει να σου υπενθυμίσω δύο πράγματα: πρώτο, σε ρώτησα πότε με πρω-το-φί-λη-σες και δεύτερο, το έκανες πριν φτάσουμε στο νοσοκομείο των Σπετσών. Θυμάσαι;
Γύρισε, καθυστερώντας να του απαντήσει, και τον αγκάλιασε ακουμπώντας το κεφάλι της, πάνω στο δυνατό του στήθος, προσπαθώντας να κρύψει την αβεβαιότητά της.
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014
Η γκανίκα: ο τέλειος έρωτας
Ο χιλιοτραγουδισμένος έρωτας είναι αδυσώπητος. Σε λαβώνει; χάθηκες! Διώχνεις εύκολα κάθε δισταγμό και απαγόρευση, αγνοείς όλες τις συμβατικές καταστάσεις που διέπουν την ζωή σου, καταργείς καθήκοντα και υποχρεώσεις, υπερβαίνεις αβίαστα όλα τα κοινωνικά όρια κι αφοσιώνεσαι ολότελα στο άλλο φύλο που σε έθελξε. Γίνεσαι άνθρωπος επικίνδυνος για όλους τους άλλους, αφού δεν υπολογίζεις τίποτε για να μπορέσεις να χαρείς αυτή την ανεξήγητη επιταγή της φύσης να δοθείς, με όλη την δύναμη της ψυχής σου στον άλλο ή στην άλλη. Παραβλέπεις τις βασικές σου ανάγκες, χρειάζεσαι ελάχιστα πράγματα, υποχωρούν όλες οι καθημερινές μικρέ ή μεγάλες επιθυμίες.
Κυριακή 22 Ιουνίου 2014
Η γκανίκα: τα ίδια μάτια....
Πανηγύρισε σιωπηλή, μέσα της, όταν βρήκε τον χρόνο και τον τόπο της νέας του εμφάνισης, στις εκδηλώσεις ενός περιφερειακού δήμου. Γνώριζε καλά πως η επιθυμία της θα μπορούσε να γίνει εύκολα πραγματικότητα. Κι αν κι εκείνος την έψαχνε επίσης, που συμπέραινε ότι ήταν πολύ πιθανό, εάν τα λεγόμενα του μπάρμαν ήταν αληθινά, τότε έμενε η πρωτοβουλία στα χέρια της. Όμως τελικά δεν πήγε. Πάλεψε πολύ μέσα της, για να πνίξει την σφοδρή επιθυμία, να τον δει. Οι ανεξήγητοι δισταγμοί της, ξεπερνούσαν την επιθυμία της. Η ιστορία της ζωής της συμπεριλάμβανε κακούς γύφτους, που της είχαν στερήσει την πραγματική της οικογένεια, τους αληθινούς της γονείς, τα πιθανά αδέλφια της. Οι αφηγήσεις της γιαγιάς της γέμιζαν με θυμό και αγανάκτηση, κάθε φορά που της ιστορούσε την υιοθεσία της και αναφέρονταν στους “γιούφτους”, όπως τους αποκαλούσε. Ένιωθε παγιδευμένη ανάμεσα στην επιθυμία του ανεκπλήρωτου έρωτα και την μυθολογία της μικρής της κοινωνίας για τους γύφτους.
Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014
Η γκανίκα: ο τσιγγάνος
Την άλλη μέρα οι φιλενάδες της δεν κρατιόνταν. Την περίμεναν με ανυπομονησία να γυρίσει απ΄ το πανεπιστήμιο, για να μάθουν και να καταλάβουν πως ένιωσε το προηγούμενο βράδυ, απ’ την αναπάντεχη και δημόσια προτίμηση, που της επέδειξε ο τραγουδιστής Κωστής Ζάικος. Δεν ήθελε να αποκαλύψει στις φίλες της πως δεν μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε στιγμή εκείνο το βράδυ. Πως το μυαλό της δεν ξεκόλλησε απ’ τα μάτια του και την μορφή του. Πως τον σκέφτονταν συνέχεια και καθ΄ όλη την διάρκεια της μέρας της, στα εργαστήρια της Ιατρικής που παρακολουθούσε.
Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014
Η γκανίκα: τα μαύρα μάτια...
Με τη μυστική της επιθυμία, καλά κρυμμένη στην ψυχή της, η ζωή της κύλαγε ήρεμα. Συχνά πολιορκούνταν απο το άλλο φύλο, επειδή κατά γενική ομολογία ήταν όμορφη, περισσότερο από τον μέσο όρο κι επειδή οι γονείς της ήσαν ευκατάστατοι, δέλεαρ μεγάλο και για τον πιότερο ανιδιοτελή υποψήφιο. Κανείς ωστόσο δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της καρδιάς της. Μολονότι δεν ήταν καχύποπτη, ήταν πολύ εύκολο για εκείνη να αντιληφτεί πως ο αληθινός έρωτας δεν είχε χτυπήσει ακόμη την πόρτα της. Στις εξομολογήσεις των κοριτσιών που συχνά προέβαιναν οι φιλενάδες της μεταξύ τους, δεν περιέχονταν η δική της ομολογία για τον έρωτα. Οι λίγες της σχέσεις με αγόρια της γενιάς της, δεν είχαν διάρκεια και έσβηναν από έλλειψη επικοινωνίας, τουλάχιστον πνευματικής. Τα αδέλφια των δυο καλών της φιλενάδων ήταν οι σταθερότεροι συνομιλητές της, χωρίς ερωτισμό και ιδιαίτερη επαφή.
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
Η Γκανίκα...
Η ζωή της ήταν συνηθισμένη. Όπως η ζωή ενός εικοσάχρονου κοριτσιού στην Ελλάδα, την εποχή της Μεγάλης Κρίσης. Σπίτι, πανεπιστήμιο, παρέα με τις φίλες της για κουβεντούλα και καφεδάκι και πότε - πότε, αραιά κι όχι όπως παλιά, νυχτερινή έξοδο με αγόρια σε κάποιο μπαράκι ή σ’ ένα κλαμπ.
Κι αν η ζωή της ήταν συνηθισμένη, η θέση της στη ζωή ήταν ασυνήθιστη. Τουλάχιστον για την ίδια. Ζούσε με τους γονείς της σ’ ένα περιβάλλον, που η οικονομική κρίση δεν είχε επηρεάσει, όσο τους περισσότερους
ανθρώπους.
Τετάρτη 28 Μαΐου 2014
Δυό μικρές στιγμές από ένα όνειρο...
"Τον κοίταγες δακρυσμένη, πιάνοντας σφιχτά τα χέρια στο τιμόνι. Ανάβλυζε απ' τα μάτια ο πόνος κι ούτε τα δάκρυα δεν μπορούσες να κρύψεις, καθώς ο νέος σου σύντροφος, στο πλάι σου καθισμένος, σας έβλεπε αντιλαμβανόμενος ακριβώς αυτό που συνέβαινε...
Δεν ήταν αποχαιρετισμός. Ήταν βουβός θρήνος. Όσο εκείνος απομακρύνονταν βαδίζοντας μακριά σου, γίνονταν ικεσία το βλέμμα σου, που τρυπούσε την απόσταση που μεγάλωνε σε κάθε βήμα του. Μάταια. Το ίδιο μάταια με το όσο είχατε κι οι δυο προσπαθήσει, να γεφυρώσετε τις άδειες ζωές σας, αυτές που καταστρέψατε με τα ίδια σας τα χέρια. Απόμεινε ο φόβος της μοναξιάς και ο διαρκής ανεκπλήρωτος πόθος της ανάγκης του ενός για τον άλλο."
"Τα δακρυσμένα σου μάτια του είχαν σκίσει την ψυχή. Το πρόσωπό σου, η όψη σου είχαν απομείνει ακίνητη φωτογραφία στο μυαλό του. Βάδιζε τυφλός μακριά σου, μη αντέχοντας ούτε τα γαντζωμένα σου χέρια πάνω στο τιμόνι ούτε την ανοχή του νέου συντρόφου, που βρίσκονταν στο πλάι σου. Τον έπνιγε ο πόνος και ο αγιάτρευτος πόθος, που ούτε ο χρόνος μπορεί να μειώσει."
Δυό μικρές στιγμές από ένα όνειρο. Που διαρκούν πολύ, σαν την μαχαιριά που κόβει μια φλέβα. Με το μυαλό θολό και την ψυχή θλιμμένη, να υποφέρετε κι οι δυό, όσο το αίμα αναβλύζει...
Δεν ήταν αποχαιρετισμός. Ήταν βουβός θρήνος. Όσο εκείνος απομακρύνονταν βαδίζοντας μακριά σου, γίνονταν ικεσία το βλέμμα σου, που τρυπούσε την απόσταση που μεγάλωνε σε κάθε βήμα του. Μάταια. Το ίδιο μάταια με το όσο είχατε κι οι δυο προσπαθήσει, να γεφυρώσετε τις άδειες ζωές σας, αυτές που καταστρέψατε με τα ίδια σας τα χέρια. Απόμεινε ο φόβος της μοναξιάς και ο διαρκής ανεκπλήρωτος πόθος της ανάγκης του ενός για τον άλλο."
"Τα δακρυσμένα σου μάτια του είχαν σκίσει την ψυχή. Το πρόσωπό σου, η όψη σου είχαν απομείνει ακίνητη φωτογραφία στο μυαλό του. Βάδιζε τυφλός μακριά σου, μη αντέχοντας ούτε τα γαντζωμένα σου χέρια πάνω στο τιμόνι ούτε την ανοχή του νέου συντρόφου, που βρίσκονταν στο πλάι σου. Τον έπνιγε ο πόνος και ο αγιάτρευτος πόθος, που ούτε ο χρόνος μπορεί να μειώσει."
Δυό μικρές στιγμές από ένα όνειρο. Που διαρκούν πολύ, σαν την μαχαιριά που κόβει μια φλέβα. Με το μυαλό θολό και την ψυχή θλιμμένη, να υποφέρετε κι οι δυό, όσο το αίμα αναβλύζει...
Κυριακή 18 Μαΐου 2014
Σαν ζεϊμπέκικο με τον διάβολο...
Αργά, τις ώρες που ο κόσμος κοιμάται, εκείνος, μοναχική φιγούρα - σκιά της νύχτας, τριγυρνά σαν αερικό. Χαμένος στο χρόνο, τριγυρνά στην ξεχασμένη πόλη, ανάμεσα στα σκυθρωπά κτίρια του λιμανιού, στο καλντερίμι που γυαλίζει βρεγμένο απ' τη δυνατή βροχή. Σβησμένος απ' τον χάρτη, θαρρείς κι είναι γέννημα ενός άλλου τόπου και μιας εποχής που μετασχηματίστηκε ύστερα απ' τα βαλκανικά θρύψαλα της γενιάς του βίαιου σκοταδισμού...
Κυριακή 11 Μαΐου 2014
Η μηχανή που περιμένει...
Δυό νύχτες, τρείς, τέσσερεις νύχτες, πολλές νύχτες. Νύχτες αμέτρητες από τότε. Πότε πάνω στη μηχανή, πότε πάνω στο πληκτρολόγιο, πότε κρεμασμένος απ' τις σκιές στο ταβάνι...
Θέλω απόψε να σου γράψω... όπως λέει το τραγούδι
Σε τι ωφελεί;
Κι όπως οι σκέψεις παραμένουν σταθερά σε 'σένα, τόσο σταθερά παραμένουν ανώφελες. Όμως παραμένουν...
Είναι μια δύναμη από μέσα που άσβεστη ποθεί το ανέλπιστο: να αποκατασταθεί ο κόσμος, να ισορροπήσει πάλι, μήπως και σβήσει η άγνωστη αγωνία.
Η κιθάρα σιωπηλή στ' αριστερά, το ίδιο το τρίχορδο δεξιά. Παραστάτες σταθεροί της μοναξιάς και της νύχτας. Σκιάχτρα που δεν μπορούν να σε διώξουν απ' το μυαλό. Κι όσο κι αν θέλω να σου γράψω, μπας και φύγει αυτό που με πνίγει, γίνεται αντίθετα θηλειά που σφίγγει ολοένα και πιο πολύ...
Χωρίς την ανάσα σου δεν αναπνέω. Μονάχα ξεψυχώ, αργά και σταθερά, πότε κρεμασμένος απ' τις σκιές στο ταβάνι, πότε πάνω στο πληκτρολόγιο και πότε πάνω στη μηχανή...
Κι αφού δεν υπάρχει ύπνος γι' απόψε... κι νύχτα φαίνεται γλυκειά ας πάω να "τεντώσω" τη μηχανή...
Θέλω απόψε να σου γράψω... όπως λέει το τραγούδι
Σε τι ωφελεί;
Κι όπως οι σκέψεις παραμένουν σταθερά σε 'σένα, τόσο σταθερά παραμένουν ανώφελες. Όμως παραμένουν...
Είναι μια δύναμη από μέσα που άσβεστη ποθεί το ανέλπιστο: να αποκατασταθεί ο κόσμος, να ισορροπήσει πάλι, μήπως και σβήσει η άγνωστη αγωνία.
Η κιθάρα σιωπηλή στ' αριστερά, το ίδιο το τρίχορδο δεξιά. Παραστάτες σταθεροί της μοναξιάς και της νύχτας. Σκιάχτρα που δεν μπορούν να σε διώξουν απ' το μυαλό. Κι όσο κι αν θέλω να σου γράψω, μπας και φύγει αυτό που με πνίγει, γίνεται αντίθετα θηλειά που σφίγγει ολοένα και πιο πολύ...
Χωρίς την ανάσα σου δεν αναπνέω. Μονάχα ξεψυχώ, αργά και σταθερά, πότε κρεμασμένος απ' τις σκιές στο ταβάνι, πότε πάνω στο πληκτρολόγιο και πότε πάνω στη μηχανή...
Κι αφού δεν υπάρχει ύπνος γι' απόψε... κι νύχτα φαίνεται γλυκειά ας πάω να "τεντώσω" τη μηχανή...
Τετάρτη 7 Μαΐου 2014
Άλικα κόκκινα ίχνη...
Μπήκε μόνος. Τριγύρω κανείς. Η αγκαλιά της υγρή, ατίθαση, μαζεμένη κάτω από τη βαριά σκιά της καταιγίδας που ετοιμάζονταν, όχι μακριά.
Παραπάτησε πάνω σ' ένα σωρό από πέτρες του βυθού. Κοφτερές σαν την ξαφνική φωνή της, ύστερα από καιρό.
Κοκκίνισε αταίριαστα ο γκρίζος βυθός κι η λάμψη του αίματος στόλισε τον αφρό των κυμάτων. Ανασήκωσε το χέρι μαζί με το κορμί, πάτησε γερά και με μικρό άλμα πέρασε πάνω απ' το παγωμένο κύμα. Ύστερα έκανε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο άλμα...
Έπαιξε σαν τότε, χορεύοντας πάνω στις κοφτερές πέτρες και τ' αφρισμένα κύματα, αφήνοντας τον άνεμο που σηκώθηκε, να του ψιθυρίζει στα μουσκεμένα του μαλλιά, πως η στιγμή που αντέχει στην αιωνιότητα, θα πάλλεται μέσα του, σαν μια σκισμένη φλέβα...
Αφήνοντας άλικα κόκκινα ίχνη, που ούτε η θάλασσα
δεν μπορεί να ξεπλύνει...
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
Το μικρό αναπάντεχο θαύμα...
Κλήσεις πολλές, η μία μετά την άλλη...
Φωνές τυπικές κι άλλες ζεστές,
ανθρώπων που σ´ αγαπάνε...
Παρ´ όλα αυτά, κενό.
Μένεις άδειος, ζαλισμένος, ανύπαρκτος.
άλλη μια μέρα χαμένη, πεταμένη,
ανάμεσα σ´ ένα Απρίλη κι ένα Νοέμβρη
Και ξαφνικά δυό λόγια τρυφερά και μια φωνή γνώριμη,
μα αναπάντεχη κι ας την περίμενες...
Δυό λόγια και το κενό χάνεται,
γίνεται τραγούδι...
Σαν μικρό θαύμα...
Κυριακή 13 Απριλίου 2014
Κάπως έτσι συμβαίνει...
Γύρισε στο σπίτι. Το φεγγάρι πάνω του έλαμπε διαφορετικά. Έσβησε τον κινητήρα της μηχανής, κατέβηκε κι αφού την σταθεροποίησε στο στάντ, ακούμπησε πάνω της και στηρίχτηκε, ανάβοντας τσιγάρο. Στο αμυδρό φως του φεγγαριού τυλίχτηκε απ' τον καπνό και στις εικόνες της εξομολόγησης, που "αναγκάστηκε" απο την περίσταση να υποβληθεί. Χάιδεψε με την παλάμη του τη μηχανή, όχι στοργικά, μα μ' ένα συναίσθημα συντροφικότητας, λες κι η μηχανή είναι (και ίσως παραμένει σταθερή) η μοναδική του συντροφιά. Έκλεισε τα μάτια κι "είδε" κι ένιωσε την παρουσία της πίσω του. Όπως τότε, που αρμενίζανε πάνω στη μηχανή ανέμελοι κι ευτυχισμένοι.
Βαθιά μέσα του ανέβλυσε και τον γέμισε η ικανοποίηση πως δεν την πρόδωσε. Κι ας μην υπάρχει νόημα...
Επειδή κάπως έτσι συμβαίνει,
όταν χάνεται το όνειρο...
Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου, τις νύχτες που η αγάπη θα μου φταίει...
Βαθιά μέσα του ανέβλυσε και τον γέμισε η ικανοποίηση πως δεν την πρόδωσε. Κι ας μην υπάρχει νόημα...
Επειδή κάπως έτσι συμβαίνει,
όταν χάνεται το όνειρο...
Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου, τις νύχτες που η αγάπη θα μου φταίει...
Δευτέρα 7 Απριλίου 2014
Κυριακή 30 Μαρτίου 2014
Η πυξίδα ΙΙΙ
Ήταν κάποτε κι η δική του πυξίδα τρελή. Δεν έδειχνε ποτέ σταθερά τον Βορρά. Ανέμιζε ανέμελη σε όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ασταθής σαν το αεράκι που τρυπώνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο και τρεμουλιάζουν οι περσίδες. Χωρίς προσανατολισμό σαν το φτερό που μάδησε απ’ το καναρίνι, βγήκε απ’ το κλουβί και πάει σαν μεθυσμένο στον αιθέρα της πόλης...
Κυριακή 23 Μαρτίου 2014
Η πυξίδα ΙΙ
Μισόκλεισε τα μάτια της κι απόμεινε σκεπτική, αναλογιζόμενη αν της έλεγε την αλήθεια ή αν μπλοφάριζε για να την δοκιμάσει. Καθώς ένιωσε τα ζεστά του χέρια πάνω στα δικά της, που ήταν παγωμένα, ανταποκρίθηκε σφίγγοντάς τον με όση θέρμη διέθετε. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τα γαλάζια του μάτια να βυθίζονται στα δικά της. Μόνο που δεν ήταν πια γαλάζια. Ήταν γκρίζα, πολύ γκρίζα, καμωμένα μ’ έναν πόνο, που της ήταν γνώριμος. Σαν γυναίκα ευαίσθητη ένιωσε από την πρώτη στιγμή, όταν την είχε βοηθήσει σ’ εκείνο το μπαρ στην Καλαμαριά, πως αυτός ο περίεργος άνθρωπος έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του πόνο ακατάβλητο. Πόνο που δεν μπορούσε να κρύψει, μολονότι η ευφυΐα του, το κοφτερό του μυαλό, η διαρκής του πνευματικότητα και το πρωτότυπο χιούμορ του, σε μάγευαν άμεσα και επιβλητικά, αποτρέποντάς σε να αντιληφθείς τον πόνο που τού ‘καιγε τα σωθικά.
Κυριακή 16 Μαρτίου 2014
Η πυξίδα
Δεν ξεκόλλησε από το πλάι του. Η παρέα ασχολήθηκε με πλήθος θεμάτων, μέσα σε μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα, όπου το καλό κρασί επιστέγαζε την εξομολογητική κατάθεση της ψυχής των ανθρώπων. Μονάχα ο ποδοσφαιριστής δυσφόρησε και δεν άργησε να δημιουργήσει μια μικρή αφορμή, για να πάρει το καπελάκι του και να φύγει θυμωμένος. Η νυχτερίδα τον αποχαιρέτησε μάλλον αδιάφορη και παρέμεινε εμφανώς απορροφημένη από την παρέα των υπόλοιπων. Κάποια στιγμή την αντιλήφτηκε να τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια, λες και ήθελε να μπει στο μυαλό του, να μαντέψει τις σκέψεις του, να νοιώσει τα αισθήματά του...
Κυριακή 9 Μαρτίου 2014
Ο κόσμος είναι μικρός...
Ο κόσμος είναι μικρός. Πολύ μικρός... Εκείνη την Τετάρτη το βράδυ, ύστερα από τη δουλειά καβάλησε τη μηχανή και πήγε στη Βαλαωρίτου. Στο μπαράκι της Ειρήνης, της κοπέλας του σκηνοθέτη φίλου του, η βραδιά ήταν αφιερωμένη στη δοκιμασία γαλλικών κρασιών. Ο Πέτρος και η Ειρήνη τον υποδέχτηκαν με αγάπη κι ενθουσιασμό, επειδή γνώριζαν την αυτοαπομόνωσή του από τον κόσμο και θεώρησαν την παρουσία του σημαντική. Το ίδιο έδειξαν και τα στελέχη του θέατρου, που ήταν επίσης εκεί και τον γνώριζαν από παλιά. Η Μάρα, ο Γιάννης, η Λήδα, η Σουζάνα και η Νατάσα. Γι’ αυτούς ήταν ο παλιός, καλός, παιδικός φίλος του σκηνοθέτη - δάσκαλού τους και γνώριζαν καλά την σημασία της φιλίας τους. Η Ειρήνη και η Μάρα ανέλαβαν να τον ξεναγήσουν στον χώρο, μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Ο χώρος είναι αναπαράσταση παριζιάνικου μπιστρό και κάθε λεπτομέρεια της λειτουργικότητας αλλά και της διακόσμησης φανέρωνε την φροντίδα, την αγάπη και το μεράκι των δημιουργών του. Παρακολουθούσε την ξενάγηση, μη μπορώντας να αποφύγει να σκεφτεί, πως εάν το άλλο του μισό ήταν εκεί, θα ήταν καλύτερα και θα αποκτούσε καλύτερη άποψη. Επειδή εκείνη ήταν - και είναι - η “αυθεντία” του καλού γούστου, που τον βοηθά να κατανοήσει την καλλιτεχνική διάσταση χώρων και κτιρίων. Βυθισμένος στις σκέψεις ένιωσε κάποιον να του χτυπά ελαφρά την πλάτη. Στρέφοντας, αναγνώρισε, με μεγάλη έκπληξη, την ¨αντίγραφη σύμπτωση” που παρουσιάστηκε τελευταία στη ζωή του. Η νεότερη έκδοση της Jennifer Connelly είχε κρεμαστεί ενθουσιασμένη πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον και εξηγώντας του ταυτόχρονα πως ήταν καλή φίλη της Μάρας, που πρωταγωνιστούσε στις παραστάσεις που σκηνοθετούσε ο Πέτρος. Συνοδευόταν δε από πολύ γνωστό του ποδοσφαιριστή, που πολλές φορές τον είχε επισκεφτεί στο γραφείο του..
Μικρός ο κόσμος, μια σταλιά...
Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014
Το κοριτσάκι που παίζει...
“Σκέψου πως ο Θεός, ίσως είναι ένα κοριτσάκι που παίζει”... Αυτή η φράση, που του είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πολλά χρόνια πριν, έρχονταν πολύ συχνά στο μυαλό του. Ιδιαίτερα τις ατέλειωτες μέρες και προπαντός τις νύχτες ύστερα απο τον χωρισμό τους. Τις νύχτες της αγρύπνιας συνήθιζε να καβαλάει τη μηχανή και να περιπλανιέται στους άδειους δρόμους. Ούτε η βροχή ούτε το κρύο τον εμπόδιζαν. Το παλιό κράνος γίνονταν κάτι σαν σύστημα μόνωσης. Τον απομόνωνε από τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας τις κρυφές του σκέψεις να διαχυθούν, να πλημμυρίσουν ανεμπόδιστα το μυαλό και την ψυχή του, κρυμμένες πίσω από το κάλυμμα του κράνους. Χωρίς το κράνος ένιωθε πως ήταν ευκολότερο να διαβάσει κάποιος στα μελαγχολικά του μάτια, στους μύες του προσώπου του, εκεί ανάμεσα στις ανάγλυφες ρυτίδες και στα ανάκατα μαλλιά, όλα τα μυστικά που τον βασάνιζαν. Καβάλαγε τη μηχανή και με σιγουριά την κρυψώνα του κράνους και την αδιάκοπη μετακίνηση, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να στοχαστεί, τις σκέψεις να αναβλύσουν κι ένα κοριτσάκι να παίζει μαζί του, καίγοντας αδιάκοπα ένα - ένα σαν σπίρτα, τις ατέλειωτες σκέψεις του για εκείνη.
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
Λιθαράκι - λιθαράκι...
-- Περίμενε! Ένα -ένα και με τη σειρά τους. Τί είχε το σακουλάκι που πέταξες; τη διέκοψε, προσπαθώντας να σταματήσει τον χείμαρο των εκφράσεών της.
-- Είσαι πολύ διαφορετικός! Αυτή είναι η πραγματικότητα, καλά το λέω, απάντησε με αυτοπεποίθηση, απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό της και λιγότερο στον ίδιο.
-- Άντε πάλι, διαμαρτυρήθηκε.
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014
Στ' ανοιχτά...
-- Ποιά είναι η Jennifer Connelly;
-- Είναι ηθοποιός! Φαντάζομαι πως είσαι από εκείνους που δεν ασχολούνται με τα των celebrities...
Έγνεψε καταφατικά, με μια γκριμάτσα αδιαφορίας για τη συνήθεια των πολλών να ασχολούνται με τους επώνυμους.
-- Ξέρεις... Ήμουν σίγουρη πως δεν ασχολείσαι με αυτά που ασχολούνται οι περισσότεροι άνθρωποι, επειδή είσαι διαφορετικός... Εντελώς διαφορετικός!
-- Δεν νομίζω... Απλώς δεν ασχολούμαι μ’ αυτά... Κι αυτό δεν με κάνει διαφορετικό.
-- Όχι! Όχι! Δεν εννοώ αυτό, βιάστηκε να τον διακόψει και συνέχισε: -- όλο αυτό τον καιρό, από τότε που σε γνώρισα δηλαδή, σε σκέφτομαι συχνά...
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014
Bela in love...
My Bela. A sweet lady who never stops loving me. She is almost seven years old and until today, I believed that she is like the old ladies who never get married, don't like men and they get rude, hostile and of bad manners, as time gets bye.
Few days ago Bela started to behave strangely. Became, not nervous but anxious. She kept barking with no reason, contrary to her usual habit not to bark. Soon I discovered that two male dogs kept waiting for her outside my door...
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014
Η εξομολόγηση...
Με περιέργεια γεμάτη πυρετό, εξ αιτίας των συντελεσμένων συμπτώσεων με την Τάνια αριθμός 2;, αποφάσισε να καθυστερήσει να πάει στο γραφείο του για τα απογευματινά του ραντεβού. Την οδήγησε στην παρακείμενη καφετέρια, προκειμένου να διαπιστώσει τι συνέβαινε. Η Τάνια είχε ήδη αντιληφτεί την ανάγκη του για περισσότερες εξηγήσεις και ήταν αποφασισμένη και πρόθυμη να τον κατατοπίσει.
Με ένα ευδιάκριτο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό της, αφού παρήγγειλε ζεστό τσάι - λεμόνι (αντί για καφέ, κατά την αναμενόμενη σύμπτωση επιλογής) εστίασε το βλέμμα της στα μάτια του. Βλέμμα γεμάτο από μια ανυπόκριτη διάθεση να δείξει φιλική, όσο φιλική μπορούσε, άφηνε τα γαλάζια της μάτια να σαρώνουν όλα τα μέρη του προσώπου του. Με ανεπαίσθητες και καλά ελεγχόμενες γκριμάτσες όλων των μικρών μυών του προσώπου της, σιωπηλή - χωρίς λέξη, του έδειχνε ολοφάνερα πως ήταν εκεί μαζί του, επειδή το ήθελε, επειδή είχε λόγους να του μιλήσει, να “ικανοποιήσει” όλες τις απορίες του. Η σιωπή του ήταν ταυτόχρονα και η συναίνεση πως κι ο ίδιος αντιλαμβάνονταν τις προθέσεις της και γι’ αυτό περίμενε σιωπηλός την αβίαστη αναφορά της. Σήκωσε την παλάμη της και αργά, περιμένοντας ίσως κάποια αντίδραση, του ανίχνευσε και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα το πρόσωπο.
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014
Η φωνή απ’ το παρελθόν...
Χάθηκαν οι δρόμοι οι παλιοί. Χάθηκαν μέσα στην απέραντη κρίση. Άδειασαν, πρώτα απο τ’ αυτοκίνητα κι ύστερα απ’ τους ανθρώπους. Δρόμοι πολύβουοι, πολυσύχναστοι, δρόμοι βασανιστικοί για να τους διαβείς, ερημώσαν και τους πλάκωσε μια παράξενη σιωπή. Ακούς πια τα βήματα των λιγοστών διαβατών, που σαν φαντάσματα απογευματινά, κεντούν με τα βήματά τους τα άδεια πεζοδρόμια. Άνθρωποι με βλέμματα σκυθρωπά, με βλέμματα χαμένα, ξέχασαν να χαμογελούν κι έπαψαν να διασταυρώνουν τις φευγαλέες ματιές με τον πλησίον...
Κατεβαίνοντας απ’ τη μηχανή του στην άδεια πλατεία, την είδε να στέκεται, τυλιγμένη στο παλτό της, μπροστά στην εξώπορτα της τράπεζας Πειραιώς. Σήκωσε το χέρι της και του έγνεψε ένα χαρούμενο χαιρετισμό κι ύστερα έτρεξε κοντά του διασχίζοντας τον άδειο δρόμο.
-- τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε μη μπορώντας να κρύψει την έκπληξή και την αμηχανία του καθώς έβαζε το κράνος μέσα στο βαλιτσάκι της μηχανής του.
-- ήρθα να σε ‘δω! Ανέβηκα πάνω και η κοπέλα στο γραφείο σου, μου είπε πως έρχεσαι αργότερα...
-- έχεις κάποιο πρόβλημα; τη ρώτησε, προσπαθώντας να μη φανεί αγενής.
-- τι πρόβλημα; ανασήκωσε τους ώμους της γελώντας απορημένη.
-- Εννοώ, κάποιο πρόβλημα υγείας... Μήπως ήθελες να... Εεε.. Θέλω να πω...
-- όχι! όχι! Τον διέκοψε γελώντας, αποσείοντας έτσι και την αμηχανία του.
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014
Μια κάποια λύση...
-- Τί κάνεις; γιατί σταμάτησες; τον ρώτησε με έκπληξη και αγωνία, καθώς φρενάρισε απότομα, σταματώντας δεξιά, απέναντι απ’ το διυλιστήριο της ΕΚΟ.
Αφήνοντας το αυτοκίνητο σε λειτουργία και με τα φώτα αναμένα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη μέση του άδειου δρόμου, κάνοντας σινιάλο με τα χέρια για να σταματήσει το αυτοκίνητο που τους ακολουθούσε.
-- Μείνε εκεί, της πρόσταξε με αυστηρότητα, με την προσοχή του στραμμένη στο άλλο αυτοκίνητο, που σταμάτησε μαλακά δυό μέτρα μπροστά του.
Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις της να σταματήσει και να επιστρέψει στο αμάξι του, εκείνος κινήθηκε γρήγορα στην πλευρά του οδηγού. Ήταν ένας μπάρμπας που τον κοίταγε με απορία, κατεβάζοντας το τζάμι. Στο πλάι του μια ηλικιωμένη χοντρή, που ήταν πιο ψύχραιμη.
-- Τί πάθατε καλέ; ρώτησε η χοντρή με τσιριχτή φωνή.
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014
Η ¨απαγωγή"
Τα βράδια, μετά τη δουλειά, γυρίζει σχεδόν πάντα στη μοναξιά του σπιτιού του. Δεν τον περιμένει κανείς, μονάχα η σκυλίτσα του, η Μπέλα. Μολονότι έχει πολλές ευκαιρίες για κάθε είδους συντροφιά, μόνιμα και συστηματικά αποφεύγει τις παρέες, τους ανθρώπους. Η απόφαση να απομονώνεται είναι ειλλημμένη πολλά χρόνια τώρα. Ύστερα από μια μεγάλη απογοήτευση δεν έχει κανένα λόγο να ξαναδοκιμάσει συμβίωση, ούτε σε επίπεδο παρέας... Μια Μπέλα φτάνει και περισσεύει...
Έτσι, παρ’ όλο που του πέρασε απο το μυαλό η πρόσκλησή της, δεν είχε διάθεση να πάει στο ξενοδοχείο της.
Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014
Τη νύχτα...
Ήταν περασμένο μεσημέρι όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Την είχε σχεδόν ξεχάσει, όμως εκείνη δεν τον ξέχασε. Δυσκολεύτηκε να καταλάβει ποιά του τηλεφωνούσε επειδή ακούγονταν και ήταν αγουροξυπνημένη. Τον παρακάλεσε να τη δεί, επειδή το πρόσωπό της είχε πρηστεί ακόμη περισσότερο και ο πόνος δυνάμωνε...
Στο ξενοδοχείο, που ο διευθυντής ήταν γνωστός του, η κατάσταση δεν ήταν τόσο δραματική, όσο του είχε περιγράψει. Του έγινε φανερό πως ο μπελάς σχεδίαζε να του “φορτωθεί” κατά κάποιο τρόπο. Τουλάχιστον έτσι υποψιάστηκε. Την φρόντισε. Φερόμενος τυπικά, σαν φιλάνθρωπος, μολονότι δεν του πήγαινε ο ρόλος.
Φεύγοντας για να επιστρέψει στο γραφείο του, ανταμώθηκε με τον διευθυντή του ξενοδοχείου. Σύντομα πληροφορήθηκε πως η “νυχτερίδα” είχε ανανεώσει την παραμονή της στο δωμάτιο, για αλλες 48 ώρες! Δεν ρώτησε λεπτομέρειες, μολονότι ο ίδιος είχε προπληρώσει μονάχα για το προηγούμενο βράδι και έκρυψε το μίγμα της έκπληξης και της περιέργειάς του.
-- Γιατί αυτοαποκαλείσαι νυχτερίδα; την είχε ρωτήσει με περιέργεια.
-- Είναι το χαϊδευτικό μου! του απάντησε και πρόσθεσε χαρούμενη: — η μαμά μου με λέει νυχτερίδα, επειδή μου αρέσει να ζω τη νύχτα...
Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014
Τα ψέματα...
— Δεν μπορώ να πληρώσω ξενοδοχείο, του δήλωσε μελαγχολικά και χαμηλόφωνα, ακουμπώντας άβολα το κεφάλι της στο πλαϊνό παράθυρο του αυτοκινήτου.
— Ποιοί είναι αυτοί που σε χτύπησαν; ρώτησε αιφνίδια.
— Δεν θέλεις να ξέρεις... κοντοστάθηκε κι απάντησε σφίγγοντας πεισματικά τα δόντια της
— Κινδυνέψαμε κι οι δυο πριν λίγο, δεν πρέπει να ξέρω τον λόγο;
Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα, ικετευτικά. Το πρόσωπό της σκίαζαν και φώτιζαν διαδοχικά τα χλωμά φώτα του δρόμου, τονίζοντας τα σκληρά ζυγωματικά και το μισομαυρισμένο μάτι.
— Σ' ευγνωμονώ που με γλίτωσες, αλλά σε παρακαλώ μη μου ζητάς να...
Μεσολάβησε μια μικρή και άβολη σιωπή, φανερώνοντας πως κανείς τους δεν ήθελε να επιμείνει.
— Ποιοί είναι αυτοί που σε χτύπησαν; ρώτησε αιφνίδια.
— Δεν θέλεις να ξέρεις... κοντοστάθηκε κι απάντησε σφίγγοντας πεισματικά τα δόντια της
— Κινδυνέψαμε κι οι δυο πριν λίγο, δεν πρέπει να ξέρω τον λόγο;
Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα, ικετευτικά. Το πρόσωπό της σκίαζαν και φώτιζαν διαδοχικά τα χλωμά φώτα του δρόμου, τονίζοντας τα σκληρά ζυγωματικά και το μισομαυρισμένο μάτι.
— Σ' ευγνωμονώ που με γλίτωσες, αλλά σε παρακαλώ μη μου ζητάς να...
Μεσολάβησε μια μικρή και άβολη σιωπή, φανερώνοντας πως κανείς τους δεν ήθελε να επιμείνει.
Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014
Την κρύα νύχτα...
Βγήκε απ' το μπαρ και κοντοστάθηκε, αφήνοντας την παγωμένη νύχτα να του χτυπήσει το πρόσωπο. Ύστερα από τόσο αλκοόλ χρειάζονταν την υγρή ψυχρή ατμόσφαιρα να τον συνεφέρει. Έψαξε στο μπουφάν τα κλειδιά του αυτοκινήτου και βρίσκοντας το πακέτο με τα τσιγάρα άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Η θάλασσα πνίγονταν εμπρός του, ακίνητη στη σιωπή της Καλαμαριάς. Δυό - τρία αυτοκίνητα παρακάτω άνοιξε η πόρτα ενός απ' αυτά κι ένας τύπος βγήκε επιδεικτικά και παραμένοντας ακίνητος - όρθιος με τα χέρια έξω από τις τσέπες, κοιτάζοντάς τον βλοσυρά, μέτραγε με ποιόν έχει να κάνει. Στη θέση του οδηγού διέκρινε έναν ακόμη, που κρυβόταν στο σκοτάδι και στην πάχνη του παρ-μπρίζ. Διερεύνησε το χώρο γύρω του για να διαπιστώσει αν υπάρχει και κάποιος άλλος και τότε άκουσε πίσω του την πόρτα του μπαρ να ανοίγει.
Ήταν η κοπέλα, η Τάνια. Τον έπιασε αγκαζέ γελώντας δυνατά κι αναίτια τον προέτρεψε:
— Ώου! κάνει πολύ κρύο! Πού είναι το αμάξι σου αγαπούλα να πάμε στο σπιτάκι μας;
Και πριν συνέλθει απ' την έκπληξη ακούγοντάς την, τον έσπρωξε εμπρός με κρυφή ελεγχόμενη δύναμη και χώνοντας το στόμα της δίπλα στ' αυτί του, ψιθύρισε βιαστικά:
— Βοήθησέ με να ξεφύγω και θα κάνω ότι θες...
Ήταν η κοπέλα, η Τάνια. Τον έπιασε αγκαζέ γελώντας δυνατά κι αναίτια τον προέτρεψε:
— Ώου! κάνει πολύ κρύο! Πού είναι το αμάξι σου αγαπούλα να πάμε στο σπιτάκι μας;
Και πριν συνέλθει απ' την έκπληξη ακούγοντάς την, τον έσπρωξε εμπρός με κρυφή ελεγχόμενη δύναμη και χώνοντας το στόμα της δίπλα στ' αυτί του, ψιθύρισε βιαστικά:
— Βοήθησέ με να ξεφύγω και θα κάνω ότι θες...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)